- ξαναφυτεύω
- μετ.1) засеивать снова, пересеивать; засаживать снова; 2) пересаживать (растения)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξαναφυτεύω — φυτεύω ξανά, αναφυτεύω, μεταφυτεύω … Dictionary of Greek
αναφυτεύω — (Α ἀναφυτεύω) φυτεύω πάλι, ξαναφυτεύω νεοελλ. μεταφυτεύω … Dictionary of Greek
ξαναφύτεμα — το [ξαναφυτεύω] αναφύτευση, φύτεμα εκ νέου … Dictionary of Greek
αναφυτεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, ξαναφυτεύω: Πολλές περιοχές αναφυτεύτηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)